- άθλο
- το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον)βραβείο, έπαθλο, γέραςνεοελλ.(συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξειςαρχ.1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη3. το μέρος όπου γίνονται οι αγώνες4. φρ. «ἆθλα κεῑται ήπρόκειται», ορίζονται βραβεία«ἆθλα λαμβάνω», κερδίζω βραβείο«ἆθλα προφαίνω ήπροτίθημι», προτείνω, προσφέρω βραβείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλοντο ουδ. τού επιθ. ἄεθλος*, που χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικόμε συναίρεση προέκυψε ο τ. ἆθλον, το.ΠΑΡ. άθλιος, αρχ. ἀθλεύω.ΣΥΝΘ. αθλοθέτης, αθλοφόρος, αρχ. ἀθλοθετήρ].
Dictionary of Greek. 2013.